majeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
majeur majeurs

majeur (fr) αρσενικό

  1. ο μέσος (το δάχτυλο)
  2. o ενήλικος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
majeur majeurs

majeur (fr)

  1. ενήλικος
  2. μείζων