pouce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pouce pouces

pouce (fr) αρσενικό

  1. ο αντίχειρας
  2. η ίντσα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]