perso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]perso (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) προσωπικός
- → δείτε τη λέξη personnel
Επίρρημα
[επεξεργασία]perso (fr)
- (οικείο) προσωπικά, σε ό,τι με αφορά
- → δείτε τη λέξη personnellement