spore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spore (en)


      ενικός         πληθυντικός  
spore spores

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spore < αρχαία ελληνική σπορά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spore (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Αναγραμματισμοί

[επεξεργασία]