prose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prose (en)

prose (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 676. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πεζός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
prose < λατινική prosa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pʁoz/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
prose proses

prose (fr) θηλυκό

Αναγραμματισμοί

[επεξεργασία]