piece of cake

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piece of cake < → δείτε τις λέξεις piece, of και cake. κυριολεκτικά: «ένα κομμάτι από κέικ»

Έκφραση

[επεξεργασία]

piece of cake (en)

  1. κάτι πανεύκολο, πάρα πολύ εύκολο, ευκολάκι, παιχνιδάκι (στη μεταφορική σημασία)
    Fixing the bug will be a piece of cake but getting the patch accepted is something else.
    Το να διορθώσω το bug είναι πανεύκολο, αλλά το να ... · αυτό είναι κάτι άλλο πιο δύσκολο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

επίσης