postérieur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό postérieur postérieurs
θηλυκό postérieure postérieures

postérieur (fr)

  1. (σχετικά με το χρόνο) μεταγενέστερος, ύστερος, κατοπινός
  1.  συνώνυμα: futur, ultérieur
     αντώνυμα: antérieur
  2. (σχετικά με τον τόπο) οπίσθιος
     αντώνυμα: antérieur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
postérieur postérieurs

postérieur (fr) αρσενικό