μεγαλόσωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλόσωμος < (ελληνιστική κοινή) μεγαλόσωμος < μεγαλο- + -σωμος < μεγάλος + σώμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.so.mos/
Επίθετο
[επεξεργασία]μεγαλόσωμος, -η, -ο