μουσταλευριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσταλευριά οι μουσταλευριές
      γενική της μουσταλευριάς των μουσταλευριών
    αιτιατική τη μουσταλευριά τις μουσταλευριές
     κλητική μουσταλευριά μουσταλευριές
Οι καταλήξεις δεν προφέρονται με συνίζηση όπως σε άλλα θηλυκά σε -ιά.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουσταλευριά < μούστ(ος) + αλευριά [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mu.sta.le.vɾiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐στα‐λευ‐ρι‐ά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουσταλευριά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]