σύσκεψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύσκεψη οι συσκέψεις
      γενική της σύσκεψης* των συσκέψεων
    αιτιατική τη σύσκεψη τις συσκέψεις
     κλητική σύσκεψη συσκέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσκέψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύσκεψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύσκε(ψις) (πολλή σκέψη) + -ψη < συσκέπτομαι < σύ- + αρχαία ελληνική σκέπτομαι, σκεπ- + -σις

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.sce.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐σκε‐ψη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύσκεψη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]