τρατάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρατάρισμα τα τραταρίσματα
      γενική του τραταρίσματος των τραταρισμάτων
    αιτιατική το τρατάρισμα τα τραταρίσματα
     κλητική τρατάρισμα τραταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρατάρισμα < τρατάρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρατάρισμα ουδέτερο

  1. το κέρασμα όταν έχει κάποιος ξένους στο σπίτι
    Μην τρως απ' το καβανόζι! Το γλυκό του κουταλιού το έχω για τρατάρισμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]