-έξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθημα
[επεξεργασία]-έξ
- επίθημα μεταφραστικών δανείων από γαλλικέ ή αγγλικές λέξεις
- επίθημα σχηματισμού φίρμας ή μάρκας επιχείρησης ή προϊόντος
- γενικότερο επίθημα σχηματισμού λέξεων
- επίθημα σχηματισμού ειρωνικών, μειωτικών ή ευκαιριακά σχηματισμένων λέξεων
- χωριατέξ