Ausbruch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Ausbruch | die | Ausbrüche |
γενική | des | Ausbruches Ausbruchs |
der | Ausbrüche |
δοτική | dem | Ausbruch Ausbruche |
den | Ausbrüchen |
αιτιατική | den | Ausbruch | die | Ausbrüche |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ausbruch (de) αρσενικό
- η απόδραση (ενός φυλακισμένου)
- η αρχή, το ξεκίνημα
- η έκρηξη (ενός ηφαιστείου)
- το ξεχείλισμα (συναισθημάτων), ο εκνευρισμός