boom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boom (en)

  1. απότομη αύξηση του πληθυσμού
  2. μεγάλη οικονομική ανάπτυξη
  3. μεγάλη άνοδος των τιμών
  4. βροντή

boom (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boom (af)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boom < (άμεσο δάνειο) αγγλική boom ("έκρηξη")

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bum/

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boom booms

boom (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) μεγάλη ρεκλάμα για το λανσάρισμα ενός προϊόντος
  2. (οικονομία) απότομη άνοδος της τιμής των αξιών ή των εμπορευμάτων· ξαφνική αλλά ασταθής ανάπτυξη της οικονομίας
     συνώνυμα: bond, boum, flambée
     αντώνυμα: chute, krach
  3. απότομη αύξηση της γεννητικότητας
     συνώνυμα: baby-boom, explosion
  4. μεγάλη εντύπωση που προκαλείται σε ένα πλήθος
     συνώνυμα: bombe, scandale
  5. (αργκό) (Γαλλία) ετήσια εορτή μιας grande école

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (être) en plein boom - (βρίσκομαι) σε πλήρη ανάπτυξη



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boom (nl)