αναγέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγέρνω < μεσαιωνική ελληνική αναγέρνω < (ελληνιστική κοινή) ἀναγείρω < αρχαία ελληνική ἀνεγείρω < ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ger- (σηκώνω, ωθώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]αναγέρνω
- γέρνω ελαφρά
- ξαπλώνω για λίγο
- (μέσο) ανασηκώνομαι ελαφρά
- (μεταβατικό) ανασηκώνω, ανυψώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναγέρνω
|